παρυφή — border woven along fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρυφή — η ΝΜΑ και λακων. τ. παρουφά, Α λουρίδα, ταινία, γαρνιτούρα διαφορετικού χρώματος ή με διαφορετικά σχέδια στα άκρα υφάσματος ή ενδύματος, η ούγια («αἱ ἐν τοῑς χιτῶσι πορφυραῑ ῥάβδοι παρυφαὶι καλοῡνται», Αθήν.) νεοελλ. το άκρο, το όριο (α. «παρυφή… … Dictionary of Greek
παρυφαί — παρυφή border woven along fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρυφῆς — παρυφή border woven along fem gen sg (attic epic ionic) παρυφής with a border masc/fem acc pl (attic epic doric) παρυφής with a border masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρυφήν — παρυφή border woven along fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… … Dictionary of Greek
PRAETEXTUM — apud Senecam, Ep. 71. Sed Cn. Pompeius amittit exercitum: sed illud praeclarum Rei publicae Praetextum, optimates unô praeliô profligabuntur: ornamentum est. In Glossis, παρυφὴ, praetextum, quod ad extremam oram adsutum est. Hosych: παραςτροφὴν… … Hofmann J. Lexicon universale
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
τσιμούχα — η, Ν 1. παρυφή υφάσματος, ούγια 2. μακριά λωρίδα από παρυφή υφάσματος 3. άκομψο ένδυμα, ιδίως επενδύτης 4. τεχνολ. κοινή ονομασία τού δακτυλίου στεγανότητας 5. είδος σπόγγου 6. μτφ. αδύνατη και άσχημη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cimosa «παρυφή… … Dictionary of Greek